- ἀσφοδέλινος
- ἀσφοδέλινος, η, ον,A of asphodel, ναῦς ἀ. a ship built of asphodel stalks, Luc.VH2.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασφοδέλινος — ἀσφοδέλινος, η, ον (Α) ο κατασκευασμένος από βλαστούς ασφοδέλων … Dictionary of Greek
ἀσφοδελίνην — ἀσφοδέλινος of asphodel fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek